- πληστεύομαι
- πληστεύομαι,A to be full, gorged, opp. ἀπληστεύομαι, Eust.1382.64.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πληστεύεσθαι — πληστεύομαι to be full pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποπληστεύου — ἀπό πληστεύομαι to be full pres imperat mp 2nd sg (attic epic doric) ἀπό πληστεύομαι to be full imperf ind mp 2nd sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπληστεύομαι — κατά ἀπληστεύομαι to be insatiable pres ind mp 1st sg κατά πληστεύομαι to be full pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)